- θραψερός
- και θρεψερός, -ή, -ό1. ευτραφής, καλοθρεμμένος2. εύχυμος, χυμώδης, ζουμερός.[ΕΤΥΜΟΛ. θρεψ-ερός < θ. θρεψ- (πρβλ. μέλλ. θρέψ-ω και τρέφω, θρέψ-η) + κατάλ. -ερός (πρβλ. φεγγ-ερός, φθον-ερός). Ο τ. θραψ-ερός με προληπτική ανομοιωτική τροπή του -ε- σε -α- κατ' επίδραση τού -ρ-].
Dictionary of Greek. 2013.